λιβανομάντης

λιβανομάντης
ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ)
αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα τού καπνού τού καιγόμενου λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό-μαντις, οιωνό-μαντις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λιβανομαντ(ε)ία — η είδος μαντείας που γίνεται με παρακολούθηση τής διεύθυνσης ή τών σχημάτων τού καπνού που βγαίνει από καιγόμενο λιβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιβανομαντία < λιβανομάντης. Ο τ. λιβανομαντεία < λίβανος + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. αστρο μαντεία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”